- ωράριο
- (I)το, Ν1. οι ώρες εργασίας μιας υπηρεσίας, ενός εργοστασίου, ενός εμπορικού ή άλλου καταστήματος («θερινό ωράριο»)2. ο πίνακας όπου αναγράφονται οι παραπάνω ώρες3. (νομ.) ο αριθμός τών ωρών εργασίας, που επιτρέπεται να προσφέρει κάθε εργαζόμενος, ανεξάρτητα από την κατεχόμενη θέση ή το είδος εργασίας, στη διάρκεια μιας ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horarium, «ωρολόγιο» υποκορ. τού hora (< ὥρα)].————————(II)και οράριο, το / ὠράριον και ὀράριον, ΝΜΑνεοελλ.-μσν.εκκλ. χαρακτηριστικό λειτουργικό άμφιο τών διακόνων τής Ορδόδοξης Εκκλησίας, που είναι στενή λωρίδα από ύφασμα, διακοσμημένη με σταυρούς ή άλλες παραστάσεις και αναρτημένη από τον αριστερό ώμοαρχ.μαντήλι τού κεφαλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. orarium < os, oris «στόμα» + κατάλ. -arium (πρβλ. -άριο)].
Dictionary of Greek. 2013.